- παληός
- παληός, -ά, -όν (Α)βλ. παλαιός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παληός, Αντώνιος — Ναυτικός, ιδιοκτήτης ιστιοφόρου και αργότερα εφοπλιστής. Ο Π. ήταν ο ιδρυτής της Ανώνυμης ελληνικής εταιρείας θαλασσίων επιχειρήσεων, γνωστής κυρίως ως Εταιρείας Παληού. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα ναυτιλιακά χρονικά της Ελλάδας. Ο μεγάλος αυτός… … Dictionary of Greek
Karşılama — ( tr. karşılama, Greek:Καρσιλαμάς) is a Turkish dance of unsure origins found in the Balkans and Anatolia. It literally means face to face greeting . Karsilamas is a couple dance that is still danced in what was the former Byzantine and Ottoman… … Wikipedia
παλαιός — ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. πάλαος, βοιωτ. παληός, λακων. τ. παλεός) βλ. παλιός … Dictionary of Greek
παλιός — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταμάδου. * * * ά, ό και παλαιός ά, ό (ΑΜ παλαιός, ά, όν, Α αιολ. τ. αρσ. πάλαος, βοιωτ. τ. παληός, λακων. τ. παλεός) 1. αυτός που… … Dictionary of Greek